Ἄλπις — Ἄλπῑς , Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄλπις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπεις — Ἄλπις fem nom/voc pl (attic epic) Ἄλπις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλπίων — Ἄλπις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) Ἀλπίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπεσι — Ἄλπις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπεσιν — Ἄλπις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπιας — Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπιδος — Ἄλπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλπιν — Ἄλπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλπιος — Ἄλπιος, α, ον (AM) [Ἄλπις] 1. αυτός που αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός 2. «Ἄλπια ὄρη», οι Άλπεις … Dictionary of Greek
παράλπιος — και παράλπειος, α, ο / παράλπιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Αλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Άλπεις (πληθ. αριθ. τού Άλπις). Ο τ. παράλπειος μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek