Άλπις

Άλπις
Ἄλπις, η (Α)
(συνήθως στον πληθυντικό) οι Άλπεις*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Alpis «τόπος διά του οποίου γινόταν το πέρασμα τών Ιουλίων Αλπεων».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. Ἄλπιος
νεοελλ.
άλπειος, αλπικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλπαναβάτης, αλπειβάτης, αλπειοβακτηρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἄλπις — Ἄλπῑς , Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄλπις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεις — Ἄλπις fem nom/voc pl (attic epic) Ἄλπις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλπίων — Ἄλπις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) Ἀλπίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεσι — Ἄλπις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεσιν — Ἄλπις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιας — Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιδος — Ἄλπις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιν — Ἄλπις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλπιος — Ἄλπιος, α, ον (AM) [Ἄλπις] 1. αυτός που αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός 2. «Ἄλπια ὄρη», οι Άλπεις …   Dictionary of Greek

  • παράλπιος — και παράλπειος, α, ο / παράλπιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Αλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Άλπεις (πληθ. αριθ. τού Άλπις). Ο τ. παράλπειος μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”